ὑπο-χόνδριος

  • 1μεσοχόνδριος — α, ο, θηλ. και ος αυτός που βρίσκεται ή γίνεται μεταξύ τών χόνδρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * χόνδρος (πρβλ. υπο χόνδριος). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] …

    Dictionary of Greek