ὑπο-σκελίζω
1περισκελίζω — ΜΑ μσν. περιστρέφομαι, μπερδεύομαι στα πόδια κάποιου αρχ. υποσκελίζω, καταβάλλω, επιβουλεύομαι («δαίμονες περισκελίζοντες τὴν ψυχήν», Μακάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκελίζω (< σκέλος), πρβλ. υπο σκελίζω] …
2καθυποσκελίζω — (Α) επιτατ. τού υποσκελίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο σκελίζω] …