ὑπο-μίγνῡμι

  • 1μιξοσόλοικος — και μειξοσόλοικος, η, ον αυτός που έχει αναμιχθεί με σολοικισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + σόλοικος* (πρβλ. υπο σόλοικος). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] …

    Dictionary of Greek