ὑπο-κῡμαίνω
1κυμαίνω — (AM κυμαίνω) [κύμα] 1. (για θάλασσα) υψώνομαι σε κύματα, κυματίζω, εξογκώνομαι, φουσκώνω («ὑπό πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα», Ομ. Οδ.) 2. (για γραμμή στρατιωτών) κινούμαι όπως το κύμα, ελίσσομαι, κινούμαι κυματοειδώς («τῆς δ ὑφ αὑτῷ στρατιᾱς τὸ… …
2ὑποκυμαίνει — ὑποκῡμαίνει , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres ind mp 2nd sg ὑποκῡμαίνει , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres ind act 3rd sg …
3ὑποκυμαίνοντα — ὑποκῡμαίνοντα , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres part act neut nom/voc/acc pl ὑποκῡμαίνοντα , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres part act masc acc sg …
4ὑποκυμαίνουσι — ὑποκῡμαίνουσι , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποκῡμαίνουσι , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
5ὑποκυμαίνειν — ὑποκῡμαίνειν , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres inf act (attic epic) …
6ὑποκυμαίνουσα — ὑποκῡμαίνουσα , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …
7ὑποκυμαίνουσαι — ὑποκῡμαίνουσαι , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …
8ὑποκυμαίνων — ὑποκῡμαίνων , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres part act masc nom sg …
9ὑποκυμαίνωσιν — ὑποκῡμαίνωσιν , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres subj act 3rd pl …
10κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …