ὑπο-κλέπτω

  • 1καθυποκλέπτω — (Μ) (επιτατ. τού υποκλέπτω) 1. κλέβω κάτι κρυφά 2. κάνω κάτι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπό κλέπτω] …

    Dictionary of Greek