ὑπο-δοχή

  • 1παραδοχή — η / δωρ. τ. παραδοχά, ΝΑ νεοελλ. το να παραδέχεται κανείς κάτι, η συμφωνία για κάτι ότι είναι σωστό ή αληθινό αρχ. 1. το να λαμβάνει κάποιος κάτι, η αποδοχή, η παραλαβή 2. αντίληψη 3. κληρονομική μεταβίβαση, προγονική παράδοση («πατρίους… …

    Dictionary of Greek

  • 2καταδοχή — καταδοχή, ἡ (AM) μσν. η παραλαβή κληρονομιάς αρχ. 1. η εκ νέου παραδοχή, η υποδοχή κάποιου που επιστρέφει 2. η είσοδος τής ψυχής στο σώμα 3. δοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δοχή (< δέχομαι), πρβλ. παραδοχή, υπο δοχή] …

    Dictionary of Greek