ὑπο-βόρβορος

  • 1φιλοβόρβορος — ον, Μ αυτός που τού αρέσει να κυλιέται στην λάσπη, στον βούρκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βόρβορος «λάσπη, βούρκος» (πρβλ. ὑπο βόρβορος)] …

    Dictionary of Greek