ὑποχωρ-έω
1ζήτια — και ζητιά η ζητιάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζητώ, υποχωρ. σχηματισμός πρβλ. κατηγορώ κατηγόρια, βλαστημώ βλαστήμια] …
2ισομερίζομαι — χημ. υφίσταμαι ισομερισμό*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isomerize < isomer, υποχωρ. παρ. τού isomeric (πρβλ. ισομερής) + κατάλ. ize] …
3κουτσομπόλης — ο, θηλ. κουτσομπόλα αυτός που συζητά και επικρίνει ή διαδίδει, συνήθως κακόβουλα, υποθέσεις τρίτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. παρ. τού ρ. κουτσομπολιάζω] …
4μπουμπούνας — ο χοντροκέφαλος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., πιθ. υποχωρ. σχηματισμένη από το ρ. μπουμπουνίζω. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το λατ. Bubona «θεά προστάτιδα τών βοδιών» (< λατ. bos, bovis) δεν φαίνεται πειστική] …
5ξέπλεκος — και ξέπλεγος, η, ο 1. (συν. για μαλλιά) ξεπλεγμένος, λυτός 2. αυτός που έχει τα μαλλιά του λυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματισμός από το ρ. ξεπλέκω] …
6ξενύχτι — το η διανυκτέρευση σχεδόν μέχρι το πρωί λόγω εργασίας ή διασκέδασης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματισμός από το ρ. ξενυχτώ (πρβλ. κυνηγώ: κυνήγι)] …
7οφειλή — η (ΑΜ ὀφειλή) 1. ό,τι οφείλει κάποιος, χρέος 2. καθήκον, υποχρέωση («ἀπόδοτε οὖν πᾱσι τὰς ὀφειλάς», ΚΔ) νεοελλ. (νομ.) η υποχρέωση για παροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματ. από το ρ. ὀφείλω] …
8οψαρτύω — ὀψαρτύω (Α, Μ ὀψοαρτύω) παρασκευάζω ή καρυκεύω εδέσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματ. από το ουσ. ὀψαρτυτής] …
9σπανός — (I) ή, ό / σπανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει καθόλου τρίχες στο πρόσωπό του (α. «ήταν γέρος και σπανός και άσχημος» β. «τὸ εἶδος αὐτοῡ... σπανόν, ἐπὶ τοῡ χείλους μόνον ἔχων τρίχας, καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῡ πώγωνος», Παλλάδ.) νεοελλ …