ὑποφέρω
1υποφέρω — υποφέρω, υπέφερα (σπάν. υπόφερα) βλ. πίν. 217 Σημειώσεις: υποφέρω : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και ο ενεστώτας της παθητικής φωνής, σε εκφρ. όπως: δεν υποψέρεται (→ δεν μπορεί να το αντέξει κανείς) …
2υποφέρω — και υποφέρνω υπόφερα και υπέφερα 1. μτβ., ανέχομαι, αντέχω: Δε σε υποφέρω πια. 2. δοκιμάζω, τραβώ, υπομένω: Τι υποφέρει απ τη γυναίκα του! 3. αμτβ., πάσχω, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι: Πόσο υποφέραμε στη Κατοχή δε λέγεται. 4. νοσώ: Υποφέρει από… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ὑποφέρω — carry away under pres subj act 1st sg ὑποφέρω carry away under pres ind act 1st sg …
4υποφέρω — ὑποφέρω ΝΜΑ [φέρω] υπομένω, αντέχω, ανέχομαι κάτι ή κάποιον (α. «δεν μπορεί να τόν υποφέρει» β. «ὑποφέρειν τὰς ἀδικίας», πάπ. γ. «γῆρας καὶ πενίαν ὑπενεγκεῑν», Αισχίν. δ. «κινδύνους καὶ φόβους ὑποφέρειν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. υποβάλλομαι σε… …
5ὑποφέρεσθε — ὑποφέρω carry away under pres imperat mp 2nd pl ὑποφέρω carry away under pres ind mp 2nd pl ὑποφέρω carry away under imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
6ὑποφέρῃ — ὑποφέρω carry away under pres subj mp 2nd sg ὑποφέρω carry away under pres ind mp 2nd sg ὑποφέρω carry away under pres subj act 3rd sg …
7ὑπενεγκάντων — ὑποφέρω carry away under aor part act masc/neut gen pl ὑποφέρω carry away under aor imperat act 3rd pl …
8ὑπενεχθέντα — ὑποφέρω carry away under aor part pass neut nom/voc/acc pl ὑποφέρω carry away under aor part pass masc acc sg …
9ὑπενηνεγμένον — ὑποφέρω carry away under perf part mp masc acc sg ὑποφέρω carry away under perf part mp neut nom/voc/acc sg …
10ὑπενηνεγμένων — ὑποφέρω carry away under perf part mp fem gen pl ὑποφέρω carry away under perf part mp masc/neut gen pl …