ὑπουργόν

  • 1ὑπουργόν — ὑπουργός rendering service masc/fem acc sg ὑπουργός rendering service neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2υπουργός — ο, η / ὑπουργός, όν, NMA, θηλ. και υπουργίνα Ν, και ὑποεργός Α νεοελλ. 1. ανώτατος κρατικός λειτουργός που διευθύνει υπουργείο και μαζί με τους άλλους υπουργούς και τον πρωθυπουργό αποτελούν την κυβέρνηση 2. το θηλ. η υπουργίνα α) γυναίκα… …

    Dictionary of Greek