ὑπουράνιος
1ὑπουράνιος — under heaven masc/fem nom sg …
2υπουράνιος — ον, θηλ. και ία, ΜΑ αυτός που φτάνει ώς τον ουρανό, ουρανομήκης («ὑπουράνιον κλέος», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ουρανό, κάτω από το στερέωμα («ὑπουρανίων πετεηνῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπουράνιοι οι θεοί …
3ὑπουράνιον — ὑπουράνιος under heaven masc/fem acc sg ὑπουράνιος under heaven neut nom/voc/acc sg …
4ὑπουρανίου — ὑπουράνιος under heaven masc/fem/neut gen sg …
5ὑπουρανίους — ὑπουράνιος under heaven masc/fem acc pl …
6ὑπουρανίων — ὑπουράνιος under heaven masc/fem/neut gen pl …
7ὑπουράνια — ὑπουράνιος under heaven neut nom/voc/acc pl …
8ὑπουράνιοι — ὑπουράνιος under heaven masc/fem nom/voc pl …