ὑποτᾰνύω
1υποτανύω — Α απλώνω αποκάτω («ὑπὸ δ ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τανύω «τεντώνω, εκτείνω»] …
2ὑποτανύειν — ὑποτανύω fut inf act (attic epic) ὑποτανύω pres inf act (attic epic) …
3ὑποτετάνυσται — ὑποτανύω perf ind mp 3rd sg …