ὑποτρίζω
1υποτρίζω — ὑποτρίζω ΝΜΑ [τρίζω] νεοελλ. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποτρίζοντες (ενν. ρόγχοι) ιατρ. ακροαστικά ευρήματα, υγροί ρόγχοι που γίνονται αντιληπτοί κατά την ακρόαση τού θώρακα σε διάφορες παθήσεις τού αναπνευστικού συστήματος τόσο κατά την εισπνοή …
2ὑποτρίζοντα — ὑποτρίζω cry pres part act neut nom/voc/acc pl ὑποτρίζω cry pres part act masc acc sg …
3ὑποτρίζουσιν — ὑποτρίζω cry pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποτρίζω cry pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
4ὑποτρίζειν — ὑποτρίζω cry pres inf act (attic epic) …
5ὑποτρίζουσαι — ὑποτρίζω cry pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …
6ὑποτρίζων — ὑποτρίζω cry pres part act masc nom sg …
7υποτρίζοντες — οι, Ν βλ. υποτρίζω …
8υποτριγμός — ο, Ν ελαφρό τρίξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποτρίζω. Η λ., στον πληθ. ὑποτριγμοί, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] …