ὑποστάθμη
1ὑποστάθμη — foundation fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ὑποστάθμῃ — ὑποστάθμη foundation fem dat sg (attic epic ionic) …
3υποστάθμη — η / ὑποστάθμη, ΝΑ τα αδιάλυτα συστατικά ενός υγρού τα οποία καθιζάνουν στον πυθμένα τού δοχείου στο οποίο αυτό περιέχεται, αλλ. ίζημα ή κατακάθι νεοελλ. 1. φυσ. χημ. η υποστιβάδα 2. φρ. «άνθρωπος τής κατώτερης [ή τής τελευταίας] υποστάθμης»… …
4υποστάθμη — η 1. τα αδιάλυτα συστατικά υγρού που κατασταλάζουν στον πάτο του δοχείου του, ίζημα, καταστάλαγμα, κατακάθι, μούργα. 2. μτφ., χαμηλό ηθικό ποιόν: Άνθρωπος της τελευταίας υποστάθμης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ὑποστάθμαι — ὑποστάθμη foundation fem nom/voc pl ὑποστάθμᾱͅ , ὑποστάθμη foundation fem dat sg (doric aeolic) …
6ὑποστάθμαις — ὑποστάθμη foundation fem dat pl …
7ὑποστάθμην — ὑποστάθμη foundation fem acc sg (attic epic ionic) …
8ὑποστάθμης — ὑποστάθμη foundation fem gen sg (attic epic ionic) …
9υποσταθμίς — ίδος, ἡ, Μ (κατά τον Φώτ.) «ὑποστάθμη». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποστάθμη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ψηφ ίς)] …
10ὑποστάθμας — ὑποστάθμᾱς , ὑποστάθμη foundation fem acc pl ὑποστάθμᾱς , ὑποστάθμη foundation fem gen sg (doric aeolic) …