ὑποστορέσω
1ὑποστορέσω — ὑπό στόρεννυμι aor subj act 1st sg ὑπό στόρεννυμι aor ind mid 2nd sg (epic ionic) ὑπό στόρεννυμι fut ind act 1st sg …
1ὑποστορέσω — ὑπό στόρεννυμι aor subj act 1st sg ὑπό στόρεννυμι aor ind mid 2nd sg (epic ionic) ὑπό στόρεννυμι fut ind act 1st sg …