ὑποπίμελος
1ὑποπίμελος — ὑποπί̱μελος , ὑποπίμελος somewhat fat masc/fem nom sg …
2υποπίμελος — ον, Α ο κάπως παχουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πίμελος (< πιμελή «λίπος, πάχος»), πρβλ. κατα πίμελος] …
3ὑποπίμελον — ὑποπί̱μελον , ὑποπίμελος somewhat fat masc/fem acc sg ὑποπί̱μελον , ὑποπίμελος somewhat fat neut nom/voc/acc sg …
4ὑποπίμελοι — ὑποπί̱μελοι , ὑποπίμελος somewhat fat masc/fem nom/voc pl …