ὑποπτυχίς
1υποπτυχίς — ίδος, ἡ, Α πτυχή κάτω από κάτι («ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῡ θώρακος οὐκ ἐτρώθη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πτυχή + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ψηφ ίς)] …
2ὑποπτυχίδα — ὑποπτυχίς joint fem acc sg …
1υποπτυχίς — ίδος, ἡ, Α πτυχή κάτω από κάτι («ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῡ θώρακος οὐκ ἐτρώθη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πτυχή + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ψηφ ίς)] …
2ὑποπτυχίδα — ὑποπτυχίς joint fem acc sg …