ὑποπορεύομαι
1υποπορεύομαι — Α [πορεύομαι] 1. πορεύομαι κρυφά («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», Πλούτ.) 2. πορεύομαι κάτω από κάτι («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», Πλούτ.) …
2ὑποπορευόμενα — ὑποπορεύομαι go secretly pres part mp neut nom/voc/acc pl ὑποπορεύομαι go secretly pres part mp neut nom/voc/acc pl …
3ὑποπορευόμενοι — ὑποπορεύομαι go secretly pres part mp masc nom/voc pl ὑποπορεύομαι go secretly pres part mp masc nom/voc pl …
4ὑποπορεύεσθαι — ὑποπορεύομαι go secretly pres inf mp ὑποπορεύομαι go secretly pres inf mp …
5ὑποπορεύσεις — ὑποπόρευσις underground way fem nom/voc pl (attic epic) ὑποπόρευσις underground way fem nom/acc pl (attic) ὑποπορεύομαι go secretly aor subj act 2nd sg (epic) ὑποπορεύομαι go secretly fut ind act 2nd sg …
6υποπόρευσις — εύσεως, ἡ, Α [ὑποπορεύομαι] υπόγεια πορεία …