ὑπονόσφιος
1υπονόσφιος — ον, Α κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νόσφιος (< επίρρ. νόσφι «μακριά, κρυφά»)] …
2ὑπονόσφιον — ὑπονόσφιος surreptitious masc/fem acc sg ὑπονόσφιος surreptitious neut nom/voc/acc sg …
1υπονόσφιος — ον, Α κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νόσφιος (< επίρρ. νόσφι «μακριά, κρυφά»)] …
2ὑπονόσφιον — ὑπονόσφιος surreptitious masc/fem acc sg ὑπονόσφιος surreptitious neut nom/voc/acc sg …