ὑπομάζιος
1ὑπομάζιος — under the breast masc/fem nom sg …
2υπομάζιος — α, ο / ὑπομάζιος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται κάτω από τον μαστό 2. το ουδ. ως ουσ. το υπομάζιο(ν) (λογ. τ.) ο στηθόδεσμος, το σουτιέν μσν. αρχ. 1. (κυρίως) αυτός που θηλάζει 2. (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.) ὁ ὑπομάζιος και τὸ… …
3ὑπομάζιον — ὑπομάζιος under the breast masc/fem acc sg ὑπομάζιος under the breast neut nom/voc/acc sg …
4ὑπομαζίοις — ὑπομάζιος under the breast masc/fem/neut dat pl …
5ὑπομαζίου — ὑπομάζιος under the breast masc/fem/neut gen sg …
6ὑπομαζίους — ὑπομάζιος under the breast masc/fem acc pl …
7ὑπομαζίων — ὑπομάζιος under the breast masc/fem/neut gen pl …
8ὑπομαζίῳ — ὑπομάζιος under the breast masc/fem/neut dat sg …
9ὑπομάζια — ὑπομάζιος under the breast neut nom/voc/acc pl …
10υπομάστιος — και ὑπομάσθιος, ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μαστό και, κυρίως για βρέφος, αυτός που θηλάζει, υπομάζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μαστός / μασθός + κατάλ. ιος] …
- 1
- 2