ὑποκῡφώνιον
1υποκυφώνιον — τὸ, Α μέρος τού ζυγού τής άμαξας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κύφων, ωνος «ο κυρτός ζυγός τού αρότρου» (πρβλ. κύφωνες, οἱ «οι επάνω ράβδοι τών δύο πλάγιων πλευρών άρματος»] …
2ὑποκυφώνια — ὑποκυφώνιον part of a chariot neut nom/voc/acc pl …