ὑποκρατηρίδιον
1υποκρατηρίδιον — και ιων. τ. ὑποκρητηρίδιον, τὸ, Α έδρα, βάση κρατήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κρατήρ/κρητήρ + κατάλ. ίδιον] …
2ὑποκρητηρίδιον — ὑποκρατηρίδιον stand of a neut nom/voc/acc sg (ionic) …
3υποκρατήριον — και ιων. τ. ὑποκρητήριον, τὸ, Α ὑποκρατηρίδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κρατήρ/κρητήρ] …
4υποκρητηρίδιον — τὸ, Α ιων. τ. βλ. ὑποκρατηρίδιον …
5ὑποκρατηριδίου — ὑποκρᾱτηριδίου , ὑποκρατηρίδιον stand of a neut gen sg …