ὑποκινήσῃ

  • 1υποκίνηση — η παρακίνηση, παρόρμηση: Η υποκίνηση του πραξικοπήματος έγινε από ξένη χώρα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 2υποκίνηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκινώ, παρακίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκινώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποκίνησις, μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών] …

    Dictionary of Greek

  • 3ὑποκινήσῃ — ὑποκινέω move softly aor subj mid 2nd sg ὑποκινέω move softly aor subj act 3rd sg ὑποκινέω move softly fut ind mid 2nd sg ὑ̱ποκινήσῃ , ὑποκινέω move softly futperf ind mp 2nd sg ὑ̱ποκινήσῃ , ὑποκινέω move softly futperf ind mid 2nd sg ὑποκῑνήσῃ …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4Ιουλία — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Άγκυρα με πνιγμό σε λίμνη μαζί με τις Αλεξάνδρα, Ευφρασία, Θεοδότη, Κλαυδία, Ματρώνα, Τεκούσα και Φαεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Μαΐου. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής… …

    Dictionary of Greek

  • 5Hypokinese — Die Bewegungsstörung in Form der Hypokinese oder auch Hypokinesie (griechisch υποκίνηση, ipokínisi, „das Weniger Bewegen“, von υπο , ipo , „weniger“, „unter“ und κίνηση, kínisi, „die Bewegung“) hat mehrere medizinische Bedeutungen: Hypokinese als …

    Deutsch Wikipedia

  • 6Hypokinesie — Die Bewegungsstörung in Form der Hypokinese oder auch Hypokinesie (griechisch υποκίνηση, ipokínisi, „das Weniger Bewegen“, von υπο , ipo , „weniger“, „unter“ und κίνηση, kínisi, „die Bewegung“) hat mehrere medizinische Bedeutungen: Als… …

    Deutsch Wikipedia

  • 7δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …

    Dictionary of Greek

  • 8εξανάσταση — η (AM ἐξανάστασις) [εξανασταίνω] εκκλ. ανάσταση νεκρών, έγερση από τον τάφο νεοελλ. 1. η απότομη έγερση κάποιου από τη θέση του 2. μτφ. εξέγερση, ξεσήκωμα, υποκίνηση σε επανάσταση, στάση, ανταρσία, αναστάτωση μσν. 1. ανέγερση, ανόρθωση 2. μτφ.… …

    Dictionary of Greek

  • 9κανονάρχισμα — και κανονάρχημα, το [κανοναρχίζω] 1. το έργο τού κανονάρχη, η υπαγόρευση τών ψαλλόμενων κανόνων, δηλ. εκκλησιαστικών ύμνων, στον ψάλτη 2. μτφ. υπαγόρευση, εισήγηση, υποκίνηση, υποβολή …

    Dictionary of Greek

  • 10νευρόσπασμα — το (ΑΜ νευρόσπασμα) αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο νεοελλ. 1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως 2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ.… …

    Dictionary of Greek