ὑποκατασπώμενος
1ὑποκατασπώμενος — ὑπό κατασπάω draw pres part mp masc nom sg ὑπό κατασπάω draw pres part mp masc nom sg ὑπό κατασπάζομαι embrace fut part mp masc nom sg ὑπό κατασπάζομαι embrace fut part mp masc nom sg …
2υποκατασπώμαι — άομαι, Μ αποσπώμαι, απομακρύνομαι βαθμιαία («ὑποκατασπώμενος τῆς ἀληθείας», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κατασπῶ «έλκω, σύρω προς τα κάτω»] …