ὑποδιαστολή
1ὑποδιαστολῇ — ὑποδιαστολή slight stop fem dat sg (attic epic ionic) …
2ὑποδιαστολή — slight stop fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3υποδιαστολή — η / ὑποδιαστολή, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. διαχωριστικό σημείο με το οποίο χωρίζονται οι συλλαβές μιας λέξης με σκοπό την διάκρισή της από άλλη ομώνυμη, όπως λ.χ. το ειδικό ότι από το αναφορικό ό,τι νεοελλ. μαθημ. ειδικό γραπτό σημείο σαν το κόμμα, που… …
4υποδιαστολή — η 1. κόμμα που διαχωρίζει τις συλλαβές μιας λέξης, για να διακρίνεται αυτή από άλλη ομώνυμη της (π.χ. ό,τι ότι). 2. το κόμμα που διαχωρίζει τους δεκαδικούς αριθμούς (π.χ. 12,4) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ὑποδιαστολαῖς — ὑποδιαστολή slight stop fem dat pl …
6ὑποδιαστολαί — ὑποδιαστολή slight stop fem nom/voc pl …
7ὑποδιαστολῆς — ὑποδιαστολή slight stop fem gen sg (attic epic ionic) …
8ὑποδιαστολήν — ὑποδιαστολή slight stop fem acc sg (attic epic ionic) …
9διαίρεση — Ο χωρισμός σε μέρη. (Βιολ.) Είδος αγενούς πολλαπλασιασμού όπου ο μητρικός οργανισμός διαιρείται σε δύο (διχοτόμηση) κομμάτια, τα οποία αναγεννούν τα τμήματα που λείπουν και αποκαθιστούν το μέγεθος και το τμήμα του οργανισμού. (Μαθημ.) Η… …
10κόμμα — Οργανωμένη πολιτική ομάδα, που συνιστά μια ελεύθερη οργάνωση ανθρώπων, η οποία, βασιζόμενη σε μια κοινότητα ιδεολογικού προσανατολισμού ή συμφερόντων, επιδίδεται σε προπαγάνδα, προσηλυτισμό και πολιτικό αγώνα, για την πραγματοποίηση –με την… …
- 1
- 2