ὑποδέσεις

  • 1ὑποδέσεις — ὑπόδεσις under bandaging fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόδεσις under bandaging fem nom/acc pl (attic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2εύλυτος — η, ο (ΑΜ εὔλυτος, ον) 1. αυτός που λύνεται εύκολα («εὔλυτοι ὑποδέσεις», Διόδ. Σικ.) 2. μτφ. αυτός τού οποίου η λύση βρίσκεται εύκολα («εύλυτο αίνιγμα») αρχ. 1. εύκολος στη μετακίνηση, στη χρήση, εύστροφος («θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐλύτους», Διόδ.) …

    Dictionary of Greek