ὑπογραμμός
1ὑπογραμμός — writing copy masc nom sg …
2υπογραμμός — ο / ὑπογραμμός, ΝΜΑ [υπογράφω] 1. δείγμα για γραφή, υπόδειγμα 2. παράδειγμα, πρότυπο νεοελλ. φρ. «τύπος και υπογραμμός» (για πρόσ.) πρότυπο για μίμηση μσν. αρχ. διδαχή, μάθημα («ὑπογραμμὸν ἡμῑν καὶ διὰ τούτων δίδωσιν ὁ σωτήρ, μὴ φρονεῑν ἐφ… …
3υπογραμμός — ο δείγμα για γραφή, υπόδειγμα, πρότυπο, παράδειγμα: Τύπος και υπογραμμός (πρότυπο άξιο για μίμηση, υποδειγματικός άνθρωπος) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὑπογραμμοῖς — ὑπογραμμός writing copy masc dat pl …
5ὑπογραμμοί — ὑπογραμμός writing copy masc nom/voc pl …
6ὑπογραμμοῦ — ὑπογραμμός writing copy masc gen sg …
7ὑπογραμμούς — ὑπογραμμός writing copy masc acc pl …
8ὑπογραμμῶν — ὑπογραμμός writing copy masc gen pl …
9ὑπογραμμῷ — ὑπογραμμός writing copy masc dat sg …
10ὑπογραμμόν — ὑπογραμμός writing copy masc acc sg …
- 1
- 2