ὑπογραμματεύς
1ὑπογραμματεύς — under clerk masc nom sg …
2υπογραμματεύς — η / ὑπογραμματεύς, ὁ, Α βλ. υπογραμματέας …
3ὑπογραμματεῖς — ὑπογραμματεύς under clerk masc acc pl ὑπογραμματεύς under clerk masc nom/voc pl (parad form) …
4ὑπογραμματέων — ὑπογραμματεύς under clerk masc gen pl ὑπογραμματέω̆ν , ὑπογραμματεύς under clerk masc gen pl …
5ГИПОГРАММАТЕЙ — • Ύπογραμματεύς, см. Γραμματεύς, Грамматевс …
6ὑπογραμματεῦσιν — ὑπογραμματεύς under clerk masc dat pl …
7υπογραμματέας — ο / ὑπογραμματεύς, έως, ΝΑ, και λόγιος τ. θηλ. ὑπογραμματεύς, Ν νεοελλ. βαθμός κατώτερου δικαστικού υπαλλήλου αρχ. δεύτερος γραμματέας, ιεραρχικά κατώτερος από τον πρώτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γραμματεύς / έας] …
8ὑπογραμματέως — ὑπογραμματέω̆ς , ὑπογραμματεύς under clerk masc gen sg ὑπογραμματεύς under clerk masc nom sg (epic ionic) …
9Michael Psellos — This article is about the 11th century Byzantine historian and philosopher. For the 9th century Byzantine Emperor with the byname Psellus, see Michael II. Michael Psellus the Elder redirects here and is covered below under Pseudo Psellus. Michael …
10υπογραμματεύω — Α [ὑπογραμματεύς] εργάζομαι ως υπογραμματέας …
- 1
- 2