ὑποβάλλω
1υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α …
2ὑποβάλλω — throw pres subj act 1st sg ὑποβάλλω throw pres ind act 1st sg …
3υποβάλλω — υποβάλλω, υπέβαλα βλ. πίν. 146 …
4υποβάλλω — υπόβαλα και υπέβαλα, υποβλήθηκα, υποβλημένος 1. βάζω κάτι στην κρίση ή έγκριση κάποιου, προτείνω, παρουσιάζω: Υποβάλλω πρόταση. 2. εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί κάτι: Υποβλήθηκε σε έξοδα. 3. μτφ., υπαγορεύω σε κάποιον τις σκέψεις ή τη θέλησή μου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ὑποβάλῃ — ὑποβάλλω throw aor subj mp 2nd sg ὑποβάλλω throw aor subj act 3rd sg ὑποβά̱λῃ , ὑποβάλλω throw aor subj mid 2nd sg (doric) ὑποβά̱λῃ , ὑποβάλλω throw aor subj act 3rd sg (doric) …
6ὑποβαλοῦσι — ὑποβάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποβάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ὑποβάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …
7ὑποβαλοῦσιν — ὑποβάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποβάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ὑποβάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …
8ὑποβεβλημένα — ὑποβάλλω throw perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) ὑποβεβλημένᾱ , ὑποβάλλω throw perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) ὑποβεβλημένᾱ , ὑποβάλλω throw perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …
9ὑποβάλλεσθε — ὑποβάλλω throw pres imperat mp 2nd pl ὑποβάλλω throw pres ind mp 2nd pl ὑποβάλλω throw imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
10ὑποβάλλετε — ὑποβάλλω throw pres imperat act 2nd pl ὑποβάλλω throw pres ind act 2nd pl ὑποβάλλω throw imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …