ὑποβρύχιος
1ὑποβρύχιος — under water masc nom sg …
2υποβρύχιος — α, ο / ὑποβρύχιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος και ιων. τ. ίη, Α αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από την επιφάνεια τού νερού, κυρίως στη θάλασσα (α. «υποβρύχιες έρευνες» β. «ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον», Ηρόδ. γ. «τὴν δ ἄνεμος καὶ κῡμα… …
3υποβρύχιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, στο βυθό της θάλασσας: Υποβρύχιες έρευνες. 2. υποβρυχιακός (βλ. λ.): Υποβρύχιος πόλεμος. 3. το ουδ. ως ουσ., υποβρύχιο (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὑποβρυχίων — ὑποβρύχιος under water fem gen pl ὑποβρύχιος under water masc/neut gen pl …
5ὑποβρύχιον — ὑποβρύχιος under water masc acc sg ὑποβρύχιος under water neut nom/voc/acc sg …
6ὑποβρυχίη — ὑποβρύχιος under water fem nom/voc sg (epic ionic) …
7ὑποβρυχίην — ὑποβρύχιος under water fem acc sg (epic ionic) …
8ὑποβρυχίης — ὑποβρύχιος under water fem gen sg (epic ionic) …
9ὑποβρυχίοιο — ὑποβρύχιος under water masc/neut gen sg (epic ionic) ὑποβρυχάομαι roar pres opt mp 2nd sg (epic doric ionic) …
10ὑποβρυχίοις — ὑποβρύχιος under water masc/neut dat pl …