ὑπνωμένος
1υπνώνω — ύπνωσα, υπνωμένος 1. μτβ., αποκοιμίζω. 2. αμτβ., αποκοιμιέμαι: Δεν ύπνωσε όλη τη νύχτα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
1υπνώνω — ύπνωσα, υπνωμένος 1. μτβ., αποκοιμίζω. 2. αμτβ., αποκοιμιέμαι: Δεν ύπνωσε όλη τη νύχτα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)