ὑπηρέτης
1υπηρέτης — υπηρέτης, ο και υπερέτης, ο θηλ. έτρια και έτρα 1. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με μισθό σε σπίτι ή κατάστημα, δούλος, υποταχτικός: Ο υπηρέτης τού φέρνει τον καφέ. 2. στρατιώτης που υπηρετεί πυροβόλο, όλμο, πολυβόλο, οπλοπολυβόλο: Οι υπηρέτες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ὑπηρέτης — rower masc nom sg ὑ̱πηρέτης , ὑπηρετέω do service on board ship imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὑπηρετέω do service on board ship imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
3υπηρέτης — ο / ὑπηρέτης, ΝΜΑ, θηλ. υπηρέτρια Ν, και δωρ. τ. ὑπηρέτας, θηλ. ὑπηρέτις, ιδος, Α νεοελλ. 1. αυτός που προσφέρει χειρωνακτική εργασία σε σπίτι ή σε κατάστημα 2. στρατ. (παλ. όρος) στρατιώτης που χειριζόταν πυροβόλο, όλμο ή πολυβόλο 3. φρ.… …
4ὑπηρετῇς — ὑπηρετέω do service on board ship pres subj act 2nd sg …
5ὑπηρέται — ὑπηρέτης rower masc nom/voc pl ὑπηρέτᾱͅ , ὑπηρέτης rower masc dat sg (doric aeolic) …
6ὑπηρετέων — ὑπηρέτης rower masc gen pl (epic ionic) ὑπηρετέω do service on board ship pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …
7ὑπηρετῶν — ὑπηρέτης rower masc gen pl ὑπηρετέω do service on board ship pres part act masc nom sg (attic epic doric) …
8ὑπηρέταις — ὑπηρέτης rower masc dat pl …
9ὑπηρέτην — ὑπηρέτης rower masc acc sg (attic epic ionic) …
10ὑπηρέτου — ὑπηρέτης rower masc gen sg …