ὑπηρέτης

  • 91κόπελος — κόπελος, ὁ (Μ) 1. νεαρός, νέος άνδρας 2. εραστής 3. υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλι + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. κόμματ ος, περίστερ ος)] …

    Dictionary of Greek

  • 92λάτρευμα — λάτρευμα, τὸ (Α) [λατρεύω] 1. στον πληθ. τὰ λατρεύματα α) υπηρεσία που παρέχεται επί μισθώ («πόνων λατρεύματα» επίπονη μισθωτή υπηρεσία, Σοφ.) β) λατρεία που παρέχεται στους θεούς («πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῑν», Ευρ.) 2. θεράπων, υπηρέτης,… …

    Dictionary of Greek

  • 93λάτρις — (I) η βλ. λάτρης. (II) λάτρις, ιος και ιδος, ό, ἡ (AM) 1. μισθωτός εργάτης, υπηρέτης, θεράπων, δούλος («κακὸν λάτριν ἐφημέριον», Θέογν.) 2. φρ. «Φοίβου λάτρις» ο κόρακας (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λάτρον και πρόκειται πιθ. για… …

    Dictionary of Greek

  • 94λακές — ο 1. υπηρέτης που φορά ειδική στολή 2. μτφ. δουλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. laquais < ισπ. (a)lacayo «ιπποκόμος, ορντινάντσα»] …

    Dictionary of Greek

  • 95λατρευτής — ο (AM λατρευτής) [λατρεύω] αυτός που λατρεύει κάποιον ή κάτι, ο αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι μσν. αυτός που είναι στην υπηρεσία κάποιου, υπηρέτης, δούλος, θεράπων …

    Dictionary of Greek

  • 96λατρεύς — λατρεύς, έως, ὁ (Α) [λάτρον] 1. αυτός που υπηρετεί κάποιον επί μισθώ, θεράπων, δούλος, υπηρέτης 2. αφοσιωμένος σε κάποιον, λατρευτής …

    Dictionary of Greek

  • 97λατρεύω — (AM λατρεύω, Α ελεατ. τ. λατρείω) 1. αγαπώ τον θεό και τόν υπηρετώ με τέλεση τού τυπικού τής θρησκευτικής λατρείας («Φοίβῳ λατρεύων μὴ παυσαίμαν», Ευρ.) 2. αγαπώ πάρα πολύ, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι (α. «λατρεύει τον άνδρα της» β.… …

    Dictionary of Greek

  • 98λουτροποιός — λουτροποιός, ὁ (Α) ο υπηρέτης που ετοίμαζε το λουτρό …

    Dictionary of Greek

  • 99μίσθιος — ία, ιο (ΑΜ μίσθιος, ία, ιον) [μισθός] αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας μισθό, μισθωτός («τῶν δὲ Σπαρτιατῶν παῑδας οὐκ ἐπ ὠνηταῑς, οὐδὲ μισθίοις ἐποιήσατο παιδαγωγοῑς ὁ Λυκοῡργος», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που νοικιάζεται («μίσθιο χωράφι») 2. το… …

    Dictionary of Greek

  • 100μαμούρης — α, ικο, ουδ. και μαμούρι 1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. υπηρέτης, δούλος 2. αυτός που προσλαμβάνεται με μισθό για καλλιέργεια αγρού …

    Dictionary of Greek