ὑπηρέτης

  • 81ιεροκήρυκας — ο (ΑΜ ἱεροκῆρυξ, υκος, Α δωρ. τ. ἱεροκᾱρυξ) αυτός που κηρύσσει τον θείο λόγο νεοελλ. αρχιμανδρίτης, πρεσβύτερος ή λαϊκός θεολόγος, εντεταλμένος από την εκκλησιαστική αρχή να κηρύσσει τον λόγο τού θεού αρχ. κήρυκας ή υπηρέτης σε θυσία («βούλομαι δ …

    Dictionary of Greek

  • 82ιεροπρόσπολος — ἱεροπρόσπολος, ὁ (Α) ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + πρόσπολος «υπηρέτης»] …

    Dictionary of Greek

  • 83ιπποκόμος — ο (Α ἱπποκόμος) αυτός που περιποιείται ίππους, που φροντίζει για την καλή διατροφή και συντήρηση ίππων («βοηλάτην ἤ ἱπποκόμον», Πλάτ.) νεοελλ. στρατιώτης που ήταν επιφορτισμένος να εκτελεί τις υπηρεσιακές διαταγές ενός αξιωματικού, να τόν… …

    Dictionary of Greek

  • 84καλάτωρ — καλάτωρ, ὁ (Α) επίγρ. υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. calator, oris] …

    Dictionary of Greek

  • 85καλοφόρος — καλοφόρος, ον (Α) (στους Κρήτες) υπηρέτης που υπηρετούσε στα συσσίτια και έφερνε τα ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον, τὸ «ξύλο» + φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 86καμαριέρης — ο θηλ. καμαριέρα υπηρέτης σπιτιού ή ξενοδοχείου που έχει την επιμέλεια τών δωματίων, και κυρίως τών υπνοδωματίων, θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. camariere < λατ. camara «αψίδα, θόλος»] …

    Dictionary of Greek

  • 87κατευναστής — ο, θηλ. κατευνάστρια (Α κατευναστής) [κατευνάζω] νεοελλ. αυτός που κατευνάζει, που καταπραΰνει αρχ. 1. αυτός που οδηγεί κάποιον στην κλίνη, θαλαμηπόλος 2. (ως προσωνυμία τού θεού Ερμή) αυτός που οδηγεί τους νεκρούς στον Άδη («κατευναστὴς καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 88καυκοδιάκονος — καυκοδιάκονος, ὁ (Μ) αυτός που προσκόμιζε τα ποτήρια τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῦκος «ποτήρι, κύπελλο» + διάκονος «υπηρέτης»] …

    Dictionary of Greek

  • 89κομέσσος — ο (Μ κομέσσος και κουμέσσος) 1. πληρεξούσιος 2. ακόλουθος, υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. comesso] …

    Dictionary of Greek

  • 90κοπέλι — το (Μ κοπέλλι) 1. αρσενικό παιδί, αγόρι, τέκνο 2. νεαρός, νέος άνδρας 3. νεαρός υπηρέτης, ακόλουθος 4. βρέφος 5. μαθητευόμενος τεχνίτης ή εργάτης, τσιράκι, παραγιός 6. νόθο παιδί νεοελλ. παροιμ. α) «λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει»… …

    Dictionary of Greek