ὑπηρέτης
61δρώ — (AM δρῶ, άω) 1. αναπτύσσω δράση, ενέργεια 2. επιδρώ 3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα δρώμενα α) θεατρική παράσταση ή άλλο δημόσιο θέαμα β) θρησκευτικές τελετές αρχ. 1. πράττω, ενεργώ, κατορθώνω 2. προσφέρω θυσία, τελώ μυστικές ιεροτελεστίες 3. κάνω… …
62εκμαγεύς — ἐκμαγεύς, ο (Α) υπηρέτης που καθαρίζει έπιπλα και σκεύη …
63ελαιοχύτης — ἐλαιοχύτης, ο δωρ. τ. ἐλαιοχύτας (Α) 1. υπηρέτης που χορηγούσε το λάδι στα γυμνάσια (γυμναστήρια) 2. (κατά τον Ησύχιο) «φαρμακεὺς παρὰ Ῥοδίοις» …
64ελεοδύτης — ἐλεοδύτης, ο (AM) υπηρέτης ή επιστάτης σε μαγειρείο αρχ. επίθετο τών Δηλίων που υπηρετούσαν ως μάγειροι κατά τα Δήλια …
65εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …
66επάμων — ἑπάμων, ο (Α) [έπομαι] οπαδός, ακόλουθος, υπηρέτης …
67επέτης — ἐπέτης, ο (θηλ. έπέτις) (Α) [έπομαι] ακόλουθος, υπηρέτης …
68επίπολος — ἐπίπολος, ον (Α) ακόλουθος, σύντροφος, υπηρέτης («σὺ μὲν ἐμὸς ἐπίπολος ἔτι μόνιμος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + πoλος < πέλομαι (πρβλ. αιπόλος, ακροπόλος, ονειροπόλος κ.ά.)] …
69εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε …
70ευδιάκονος — εὐδιάκονος, ον (Μ) αυτός που είναι πρόθυμος να εξυπηρετήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάκονος «υπηρέτης»] …