ὑπηρέτης

  • 51βαλανεύς — βαλανεύς, ο (Α) 1. υπηρέτης σε λουτρά 2. πολυλογάς, φλύαρος (επειδή ήταν παροιμιώδης η πολυλογία των βαλανέων). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον, ως υποχωρητικός σχηματισμός ή, κατ άλλους, βαλανείον < βαλανεύς (βλ. και βαλανείον)] …

    Dictionary of Greek

  • 52γάιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής: 1. Γ. Γράκχος. Βλ. λ. Γράκχοι. 2. Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός Γ. Βλ. λ. Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός. 3. Κορνήλιος Γάλλος Γ. (69 π.Χ. – 26 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Διετέλεσε κυβερνήτης… …

    Dictionary of Greek

  • 53γκρουμ — ο νεαρός υπηρέτης με στολή σε ξενοδοχεία, καταστήματα κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) groom «ιπποκόμος»] …

    Dictionary of Greek

  • 54διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί …

    Dictionary of Greek

  • 55διάκτορος — διάκτορος, ον (Α) 1. (επίθ. τού Ερμή) αγγελιαφόρος ή ψυχοπομπός 2. διάκονος, υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που στον Όμηρο αποδίδεται στον Ερμή (πρβλ. διάκτορος Αργεϊφόντης), ενώ στους μεταγενέστερους ποιητές χαρακτηρίζει την Ίριδα και την Αθηνά. Ως… …

    Dictionary of Greek

  • 56διακονητής — διακονητής, ο, διακονήτρια, η (Μ) [διακονώ] 1. υπηρέτης 2. νεαρός καλόγηρος που υπηρετεί ηλικιωμένον καλόγηρο, υποτακτικός …

    Dictionary of Greek

  • 57δμως — δμώς ( ωός), ο (Α) 1. δορυάλωτος δούλος 2. δούλος, υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο τ. που έχει πιθ. σχέση με τα αχαϊκά στοιχεία του έπους. Η προέλευση του είναι αβέβαιη. Το πιθανότερο είναι ότι η λ. συνδέεται με το δόμος και ακολουθεί τον …

    Dictionary of Greek

  • 58δουλευτής — ο (θηλ. δουλεύτρια και δουλεύτρα, η) (AM δουλευτής, Μ θηλ. δουλεύτρια, η) υπηρέτης, δούλος μσν. νεοελλ. 1. εργάτης που ζει από την αμοιβή τής εργασίας του 2. εργατικός, φιλόπονος …

    Dictionary of Greek

  • 59δουλεύω — (AM δουλεύω) [δούλος] 1. είμαι δούλος, υπηρέτης 2. είμαι υπόδουλος, υποταγμένος 3. εργάζομαι σωματικά ή πνευματικά για να κερδίσω τα αναγκαία για τη ζωή 4. προσφέρω υπηρεσία, υπηρετώ («την πατρίδα σου να δουλέψης», Ψυχάρης) μσν. νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 60δράστης — ο (θηλ. δράστις, η) (AM δράστης, θηλ. δράστις, Α και δρήστης, ο, δρῆστις, η) αυτουργός, εκτελεστής πράξης αξιόποινης κυρίως («δράστης φόνου») νεοελλ. (ειρωνικά) αυτός που είπε κάτι άνοστο ή δημιούργησε κάτι άσχημο αρχ. μσν. δραπέτης, φυγάς αρχ. 1 …

    Dictionary of Greek