ὑπηρέτης
41άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …
42άοζος — (I) ἄοζος, ο (Α) θεράπων, υπηρέτης, ακόλουθος, ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του όζος «κλάδος, βλαστός γόνος, σύντροφος» με α αθροιστικό, πιθ. από επίδραση του ρ. αοσσέω «βοηθώ» κατ… …
43ακολουθίσκος — ἀκολουθίσκος, ο (Α) (υποκορ. τού ακόλουθος) νεαρός ακόλουθος, υπηρέτης …
44αμορβός — ἀμορβός, ο (θηλ. ἀμορβὰς) (Α) 1. ακόλουθος, υπηρέτης 2. βοσκός, χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αιολ. τ. αντί *ἁμαρβὸς < ἁμαρτὴ «ταυτόχρονα, μαζί με» + βῆναι. ΠΑΡ. αρχ. ἀμορβαῖος, ἀμορβεύς, ἀμορβεύω, ἀμορβέω, ἀμορβής, ές] …
45αμφίπολος — ἀμφίπολος, ον (Α) 1. ο κινούμενος γύρω από κάποιον, ο απασχολημένος με κάτι, πολυάσχολος 2. πολυσύχναστος (τύμβος) 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφίπολος, ήδη στη Μυκηναϊκή α) υπηρέτρια, θαλαμηπόλος β) ιέρεια 4. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ὁ… …
46αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… …
47αυλίτης — αὐλίτης και αὐλείτης, ο (Α) [αυλή] υπηρέτης αγροτικής κατοικίας …
48αϊβάζης — ο (από την αραβοτουρκική λ. aivaz) υπηρέτης που πρόσφερε τις υπηρεσίες του στα τουρκικά «κονάκια» και ασχολούνταν κυρίως με ελαφρές εργασίες, όπως λ.χ. βοηθός μαγειρείου …
49βάιλας — ο (AM βαΐουλος, Μ βάιλος και βάγιλος και βάγυλος) παιδαγωγός μσν. νεοελλ. υπηρέτης μσν. 1. τίτλος του διπλωματικού αντιπροσώπου της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη 2. αντιπρόσωπος της Βενετίας με διοικητική πληρεξουσιότητα 3. ο αντιβασιλέας της… …
50βαλές — ο 1. ακόλουθος, υπηρέτης 2. φιγούρα της τράπουλας, ο φάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. valet] …