ὑπηρέτης

  • 31Germanic substrate hypothesis — The Germanic substrate hypothesis is an attempt to explain the distinctive nature of the Germanic languages within the context of the Indo European language family. It postulates that the elements of the common Germanic vocabulary and syntactical …

    Wikipedia

  • 32Liste griechischer Phrasen/Eta — Eta Inhaltsverzeichnis 1 Ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄρτυμα …

    Deutsch Wikipedia

  • 33подъроучьникъ — ПОДЪРОУЧЬНИК|Ъ (13), А с. Подчиненный, слуга: посъла [кесарь] ѥдиного ѿ подърѹчьникъ •н҃• толико ст҃омѹ ранъ дати. (τῶν ὑπὸ χεὶρα) ЖФСт к. XII, 127 об.; помышлѧю(т) злѣ… ˫ако по(д)ручнику [Христу] быти и хужьшю. (ὑπηρέτης) ГБ к. XIV, 75б;… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 34CASTRENSES Ministri — apud Ael. Lamptid. in Alexandre Severo, c. 41. Aulicum ministerium in id comraxit ita ut annonas, non dignitatem, acciperent fullones et vestitores et pictores et pincoptae, omites Castrenses Ministri, quemadmodum, etc. lidem cum Aulicis… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 35REGULA — I. REGULA Graece Κανὼν, apud Papin, Statium, thebaid. l. 6. v. 593. ubi de Cursus certamine: Iam ruit atque aequum summisit regula limen, Corripuêre leves spatium rectus est vectis, qui demissus transversim eô locô, quô procursuri constiterant,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 36Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 37Ταλθύβιος — Σπαρτιάτης, κήρυκας και υπηρέτης του Αγαμέμνονα, τον οποίο τιμούσαν ως ήρωα στη Σπάρτη. Μετά τον Τρωικό πόλεμο οδήγησε άποικους στην Κρήτη, όπου έχτισε την Τεγέα. Τάφος και μνημεία του Τ. υπήρχαν στη Σπάρτη. Επειδή οι Σπαρτιάτες σκότωσαν τους… …

    Dictionary of Greek

  • 38Φιλιππινέζος — ο, θηλ. Φιλιππινέζα, Ν [Φιλιππίνες] 1. ο κάτοικος τών Φιλιππίνων 2. αυτός που κατάγεται από τις Φιλιππίνες 3. μτφ. υπηρέτης …

    Dictionary of Greek

  • 39άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …

    Dictionary of Greek

  • 40άζος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ιδρυτής της φρυγικής πόλης Αζείας, κοντά στην Τροία. Ο Ά. έφερε στους Τρώες το Παλλάδιον, ξύλινο ομοίωμα της Παλλάδας, που είχε την ιδιότητα να προστατεύει την πόλη από τους εχθρούς της. Αργότερα, οι κάτοικοι της πόλης… …

    Dictionary of Greek