ὑπηρέτης

  • 21στρατοϋπηρέτης — ὁ, Α υπηρέτης στρατοπέδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + ὑπηρέτης] …

    Dictionary of Greek

  • 22υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …

    Dictionary of Greek

  • 23υπηρετώ — ὑπηρετῶ, έω, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] 1. εργάζομαι ως υπηρέτης, εκτελώ χειρωνακτικές, ιδίως, εργασίες για κάποιον, (α. «έχει τρεις ανθρώπους να τόν υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῡντας», Ξεν.) 2. προσφέρω εξυπηρέτηση σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με… …

    Dictionary of Greek

  • 24υποζάκορος — ὁ, ἡ, Α δευτερεύων νεωκόρος, υπηρέτης τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ζάκορος «νεωκόρος, υπηρέτης τού ναού»] …

    Dictionary of Greek

  • 25υπολειτουργός — ὁ, Α αυτός που εργάζεται στην υπηρεσία κάποιου άλλου, υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λειτουργός «δημόσιος ή ιδιωτικός υπηρέτης»] …

    Dictionary of Greek

  • 26Γκολντόνι, Κάρλο — (Carlo Goldoni, Βενετία 1707 – Παρίσι 1793). Ιταλός κωμωδιογράφος. Από μικρός έδειξε εξαιρετική αγάπη για το θέατρο και σε ηλικία μόλις 8 ετών έγραψε το πρώτο έργο του για το οικογενειακό θεατράκι. Καθώς ο πατέρας του ήταν γιατρός και πήγαινε από …

    Dictionary of Greek

  • 27υπηρεσία — η 1. εργασία που αναλαμβάνει υπηρέτης, στρατιωτικός, δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, καθώς και η εκτέλεσή της: Ώρες υπηρεσίας. 2. το σύνολο των λειτουργιών ενός κράτους ή άλλης οργάνωσης ή το σύνολο των λειτουργιών ορισμένου κλάδου: Δημόσια… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 28ὑπηρέταν — ὑπηρέτᾱν , ὑπηρέτης rower masc acc sg (epic doric aeolic) ὑπηρέτης rower masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 29ὑπηρέτας — ὑπηρέτᾱς , ὑπηρέτης rower masc acc pl ὑπηρέτᾱς , ὑπηρέτης rower masc nom sg (epic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 30слуга — укр. слуга, др. русск. слуга, ст. слав. слоуга ὑπηρέτης, διάκονος (Супр.), болг. слуга, сербохорв. слуга, мн. слу̑гē, словен. sluga, чеш. slouha общинный пастух , польск. sɫugа слуга . Сюда же служить, жу, укр. служити, блр. служыць, др. русск.,… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера