ὑπηρέτης
121παραγιός — ο θετός γιος, ψυχοπαίδι 2. νεαρός μαθητευόμενος ή βοηθός τεχνίτη 3. νεαρός υπηρέτης …
122παραστάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. παραστάτις ΜΑ, παραστάτιδα Ν [παρίσταμαι] αυτός που συμπαρίσταται, που στέκεται κοντά για να βοηθήσει κάποιον νεοελλ. 1. αρχιτ. η παραστάδα 2. βοτ. καθένα από τα δύο κύτταρα που βρίσκονται δεξιά και αριστερά τής ωοθήκης τών… …
123παρατρέχω — ΝΜΑ αντιπαρέρχομαι, δεν αναφέρω κάτι, παραλείπω, παραβλέπω, παρασιωπώ κάτι («παρατρέχω όλα τα επουσιώδη και έρχομαι στα πιο σημαντικά» νεοελλ. 1. ανταγωνίζομαι με κάποιον στον δρόμο, παραβγαίνω στο τρέξιμο 2. τρέχω υπερβολικά, κάνω πολλούς… …
124παραχύτης — ὁ, Α [παραχέω] 1. αυτός που χύνει κάτι και ειδικά ο υπηρέτης βαλανείου, λουτρού, που φέρνει το νερό για το λούσιμο και τό χύνει πάνω στο σώμα τών λουσμένων («εἰσήχθησαν εἰς τὰ βαλανεῑα λουτροχόοι καὶ παραχύται», Αθήν.) 2. αυτός που υπηρετεί στην… …
125παροινοχόος — ὁ, Μ ο υπηρέτης ή βοηθός τού οινοχόου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἰνοχόος] …
126πενέστης — ο, ΝΑ 1. γεωργός, εργάτης 2. (ιδίως στον πληθ.) οι πενέστες ή πενέσται ονομασία με την οποία κατά την αρχαιότητα δήλωναν τον πληθυσμό που υπέταξαν οι Θεσσαλοί μετά την κάθοδό τους στη Θεσσαλία από τις αρχικές εστίες τους και οι οποίοι ήταν… …
127προβολάριος — ὁ, Α [πρόβολος] υπάλληλος ή υπηρέτης αγροτικού κτήματος …
128προπολεύω — Α [πρόπολος] είμαι πρόπολος, είμαι υπηρέτης τού θεού, ιερουργός …