ὑπηρέτης

  • 111οικεύς — οἰκεύς, έως και ιων. τ. γεν. ῆος και Fοικεύς, ὁ, θηλ. Fοικέα (Α) 1. αυτός που ζει μέσα στο σπίτι, στην οικογένεια, ο άνθρωπος τού σπιτιού («μὴ φίλους οἰκῆας ἐγείροι», Ομ. Ιλ.) 2. υπηρέτης, δούλος, οικέτης* («οἰκεύς τις ὅσπερ ἵκετ ἐκσωθεὶς μόνος» …

    Dictionary of Greek

  • 112οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 113οινοχόος — ο (Α οἰνοχόος) (στην αρχαία Ελλάδα) υπηρέτης ο οποίος κατά τα συμπόσια κερνούσε τους συνδαιτυμόνες κρασί το οποίο αντλούσε από τον κρατήρα («τούτου τε ὁ παῑς οἰνοχόος ἦν τῷ Καμβύση», Ηρόδ.) αρχ. αυτός που παρέχει, που δίνει κάτι («ὅταν...… …

    Dictionary of Greek

  • 114ονομακλήτωρ — ὀνομακλήτωρ, ὁ (ΑΜ, Μ και ὀνοματοκλήτωρ) υπηρέτης εντεταλμένος να αναγγέλλει ονομαστικά τους καλεσμένους σε μια εκδήλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική τού λατ. nomenclātor (βλ. και λ. νομεγκλάτωρ)] …

    Dictionary of Greek

  • 115οπισθόπους — ὀπισθόπους, ὁ, ἡ, ουδ. όπισθόπουν (Α) 1. αυτός που βαδίζει από πίσω, ακόλουθος, οπαδός, υπηρέτης 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑποστρέψας», αυτός που επέστρεψε, που επανήλθε. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + πούς, ποδός] …

    Dictionary of Greek

  • 116πάρεδρος — ο, η / πάρεδρος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αναπλητωτής ανώτερου υπαλλήλου ή λειτουργού 2. φρ. α) «πάρεδρος πρωτοδικών» ο πρώτος βαθμός τής ιεραρχίας τών τακτικών δικαστών β) «πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας» εισηγητής υποθέσεων στο Συμβούλιο Επικρατείας …

    Dictionary of Greek

  • 117πάροικος — Καθημερινή ελληνική εφημερίδα με έδρα το Κάιρο. Ιδρύθηκε από τον Ν. Ποτήρη. Το πρώτο φύλλο του κυκλοφόρησε στις 18 Απριλίου 1953 και το τελευταίο του στις 24 Ιανουαρίου 1961. * * * ο / πάροικος, ον, ΝΜΑ ως ουσ. αυτός που διαμένει μόνιμα σε ξένη… …

    Dictionary of Greek

  • 118παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …

    Dictionary of Greek

  • 119παιδικέωρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν γυμνασίῳ ὑπηρέτης». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παιδισκιωρός] …

    Dictionary of Greek

  • 120παραβαλανεύς — έως, ὁ, Μ νοσοκόμος μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βαλανεύς «υπηρέτης βαλανείου»] …

    Dictionary of Greek