ὑπηρέτης
101μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …
102μινίστρος — ο (κατά τους πρώτους χρόνους τού ελληνικού κράτους) ο υπουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < minister, ministris «υπουργός, υπηρέτης»] …
103μισθάργος — και μισθαργός και μισταργός και μισθεργός, ὁ (Μ) 1. μισθωτός υπηρέτης 2. υβριστ. μισθοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μισθεργός < μισθός + εργός (< ἔργον), απ εργός πρβλ. κωλυσι εργός. Οι τ. μισθαργός, μισθάργος, μισταργός είναι ιδιωματικοί και πιθ.… …
104μισθάργωμα — και μιστάργωμα, τὸ (Μ) υπηρεσίες που προσφέρει ένας υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ρ. *μισθαργώνω (< μισθαργός*)] …
105μισθαργούτσικος — μισθαργούτσικος, ὁ (Μ) [μισθαργός] (θεωρητικά) μισθωτός υπηρέτης …
106μισθωτός — και μιστωτός, ή, ό (ΑΜ μισθωτός, ή, όν, Μ και μιστωτός, ή, όν) [μισθώνω] αυτός που εισπράττει μισθό για την εργασία την οποία παρέχει, έμμισθος υπάλληλος ή εργάτης νεοελλ. (νομ.) (στη μίσθωση εργασίας) ο εκμισθωτής, δηλαδή αυτός που είναι… …
107νεανίσκος — ο, θηλ. νεανίσκη (Α νεανίσκος και ιων. τ. νεηνίσκος) νεαρός ως προς την ηλικία, αυτός που μόλις έχει υπερβεί την παιδική ηλικία, έφηβος (α. «αναρίθμητοι γυμνοί, κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, / βρέφη ακόμη εις το βυζί», Σολωμ. β. «ἐν τε παισὶ καὶ… …
108οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …
109οικέτης — οἰκέτης, ὁ, θηλ. οἰκέτις και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και οἰκότης) μσν. μτφ. ο άγιος ως υπηρέτης τής εκκλησίας αρχ. 1. δούλος που έμενε και υπηρετούσε στο σπίτι στο οποίο συχνά είχε γεννηθεί και ανατραφεί 2. (ποιητ. και ως επίθ.) σπιτικός («ἐν θεοῡ… …
110οικετίδιον — οἰκετίδιον, τὸ (Μ) [οικέτης] μικρός υπηρέτης …