ὑπερ-τέλλω

  • 1υπερτέλλω — Α 1. (κυρίως για τον ήλιο) ανυψώνομαι πάνω από κάτι, ανατέλλω 2. φαίνομαι πάνω από κάτι («φαρέων μαστὸς ὑπερτέλλων», Ευρ.) 3. (για λίθο) κρέμομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου («Τάνταλος κορυφῆς ὑπερτέλλοντα δειμαίνων πέτρον ἀέρι ποτᾱται», Ευρ.).… …

    Dictionary of Greek