ὑπερ-οικτείρω
1ὑπεροικτείρων — ὑπέρ οἰκτείρω pres part act masc nom sg …
2υπεροικτίρω — και ὑπεροικτείρω Α οικτίρω υπέρμετρα, σε πολύ μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οἰκτίρω / οἰκτείρω «λυπάμαι, συμπονώ»] …
1ὑπεροικτείρων — ὑπέρ οἰκτείρω pres part act masc nom sg …
2υπεροικτίρω — και ὑπεροικτείρω Α οικτίρω υπέρμετρα, σε πολύ μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οἰκτίρω / οἰκτείρω «λυπάμαι, συμπονώ»] …