ὑπερ-λαμπρύνομαι

  • 1υπερλαμπρύνομαι — Α 1. υπερβάλλω σε λαμπρότητα, λάμπω περισσότερο 2. (για κυνηγετικά σκυλιά) επιδεικνύω μεγάλη προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + λαμπρύνομαι «γίνομαι λαμπερός, ζωηρός»] …

    Dictionary of Greek

  • 2φιλοτιμούμαι — φιλοτιμοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. φιλοτιμώ και φιλοτιμῶ, έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, άω, και φιλοτιμιούμαι, και φιλοτιμιέμαι, Ν [φιλότιμος] νεοελλ. 1. ενεργ. διεγείρω την φιλοτιμία κάποιου 2. μέσ. α) παρακινούμαι από φιλοτιμία να κάνω κάτι… …

    Dictionary of Greek