ὑπερ-αποθνῄσκω
1υπεραποθνήσκω — ΜΑ αποθνήσκω υπέρ κάποιου, πεθαίνω για να σώσω ή για να ευεργετήσω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀποθνῄσκω «πεθαίνω»] …
1υπεραποθνήσκω — ΜΑ αποθνήσκω υπέρ κάποιου, πεθαίνω για να σώσω ή για να ευεργετήσω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀποθνῄσκω «πεθαίνω»] …