ὑπερϑετικῶς
1υπερθετικώς — ὑπερθετικῶς ΝΜΑ (λόγιος τ.) βλ. υπερθετικός …
2ὑπερθετικῶς — ὑπερθετικός superlative adverbial …
3υπερθετικός — ή, ό, / ὑπερθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερτίθημι] γραμμ. ο βαθμός σύγκρισης που δηλώνει ότι το ουσιαστικό έχει την εκφραζόμενη από το επίθετο ιδιότητα ή ποιότητα στον πιο υψηλό, στον ανώτατο βαθμό («ο υπερθετικός βαθμός τών επιθέτων σχηματίζεται… …