ὑπερικόν
1ὑπερικόν — St. John s wort neut nom/voc/acc sg …
2ὑπέρικον — ὑπέρῑκον , ὑπέρ ἵκω come imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑπέρῑκον , ὑπέρ ἵκω come imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ὑπέρ ἱκνέομαι come aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑπέρ ἱκνέομαι come aor ind act 1st sg (homeric ionic) …
3ὑπερικοῦ — ὑπερικόν St. John s wort neut gen sg …
4ὑπερικῷ — ὑπερικόν St. John s wort neut dat sg …
5hipérico — (Del lat. hypericon < gr. hypereikon.) ► sustantivo masculino BOTÁNICA Corazoncillo, planta herbácea o subarbustiva. (Hypericum perforatum.) * * * hipérico (del lat. «hyperĭcum», del gr. «hyperikón») m. *Corazoncillo (planta gutífera). * * *… …
6κόρις — ο (ΑM κόρις, ιος και αττ. τ. εως, ὁ και ἡ, και κόρις, ιδος, ή) 1. το παράσιτο και ενοχλητικό έντομο κοριός (α. «κόρεις οἱ ἀπὸ κλίνης», Διοσκ. β. «κόρεων ὥσπερ ἡμεῑς ἀνάπλεως», Λουκιαν.) αρχ. 1. το φρυγανώδες και θαμνώδες φυτό υπερικόν το… …
7υπέρεικος — ὁ, και ὑπέρεικον, τὸ, Α ονομασία φρυγανοειδούς θάμνου, αλλ. ἀνδρόσαιμον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐρείκη «ρείκι, φρυγανοειδής θάμνος». Η λ. απαντά και ως ουδ. ὑπέρεικον και με τη γρφ. ὑπερικόν*] …
8υπερικό — (hypericum androsaemum). Πολυετής πόα με λείο βλαστό, αποφυλλωμένο λίγο στη βάση, που έχει 40 80 εκ. ύψος. Τα φύλλα του είναι μεγάλα και ωοειδή και τα άνθη του κίτρινα μέτρια. Ο καρπός του είναι ρώγα σφαιρική, λεία, γυαλιστερή, μαύρη κατά την… …
9ՊՈՊԶԱԿ — ( ) NBH 2 0659 Chronological Sequence: Unknown date գ. ὐπέρικον hypericum. իտ. ipirico, perforata, erba di S. Giovanni. Խոտ ռետնահոտ՝ կարմրահոյղ իբր արիւնակաթ. հիբէրիքուն ... Գաղիան …
10hipérico — (Del lat. hyperĭcum, y este del gr. ὑπερικόν). m. corazoncillo …