ὑπερεκπερισσοῦ
1ὑπερεκπερισσοῦ — superabundantly indeclform (adverb) …
2υπερεκπερισσού — Μ. επίρρ. με πάρα πολύ, με τη μέγιστη δυνατή αφθονία («ὑπερκπερισσοῡ δεόμενοι εἰς τὸ ἰδεῑν ὑμῶν τὸ πρόσωπον», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκ + περισσός + επιρρμ. κατάλ. οῦ] …
3ὑπερεκπεριττοῦ — ὑπερεκπερισσοῦ , ὑπερεκπερισσοῦ superabundantly indeclform (adverb) …