ὑπερβολή
1ὑπερβολῇ — ὑπερβολή a throwing beyond fem dat sg (attic epic ionic) …
2ὑπερβολή — a throwing beyond fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… …
4υπερβολή — η 1. η διάβαση πάνω από κάτι, η υπέρβαση: Η υπερβολή του λόφου. 2. μτφ., το υπερβολικό, η ακρότητα: Υπερβολή φιλοτιμίας. 3. μτφ., η μεγαλοποίηση των πραγμάτων: Αυτό που λες είναι υπερβολή. 4. (μαθημ.), γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ὑπερβολῆι — ὑπερβολῇ , ὑπερβολή a throwing beyond fem dat sg (attic epic ionic) …
6ὑπερβολαῖς — ὑπερβολή a throwing beyond fem dat pl …
7ὑπερβολαί — ὑπερβολή a throwing beyond fem nom/voc pl …
8ὑπερβολᾶς — ὑπερβολή a throwing beyond fem gen sg (doric aeolic) …
9ὑπερβολᾷ — ὑπερβολή a throwing beyond fem dat sg (doric aeolic) …
10ὑπερβολῆς — ὑπερβολή a throwing beyond fem gen sg (attic epic ionic) …